- χάρη
- Η με διάταγμα του Προέδρου της Δημοκρατίας μη εκτέλεση ή ελάττωση ποινής που επιβλήθηκε με αμετάκλητη καταδικαστική απόφαση. Θεωρείται ιδιότυπος θεσμός και είναι προνόμιο του αρχηγού του κράτους, ο οποίος επεμβαίνει με αυτό τον τρόπο στον τομέα της Δικαιοσύνης για λόγους που αναφέρονται, είτε στο πρόσωπο του κατάδικου (καλή διαγωγή), είτε στο δημόσιο συμφέρον (π.χ. απονομή χαρίτων με την ευκαιρία εορτών, σε πολιτικούς κατάδικους κλπ.). Συνήθως χ. δίνεται στις θανατικές καταδίκες, οπότε το δικαστήριο που τις απαγγέλει συνιστά στον κατηγορούμενο να υποβάλει σχετική αίτηση. Η διαδικασία απονομής χ. ορίζεται από τον νόμο. Το Συμβούλιο Χαρίτων δέχτηκε ότι η απονομή χ. περιλαμβάνει και τις παρεπόμενες ποινές. Δεν αίρεται όμως και η ευθύνη για αστική αποζημίωση και καταβολή δικαστικών εξόδων. Αν υπάρξει αμφιβολία ή αμφισβήτηση ως προς την εφαρμογή της χ., αρμόδιο να αποφανθεί είναι το συμβούλιο πλημμελαοδικών. Η χ. διαφέρει από την αμνηστία, γιατί δεν αίρει το αξιόποινο και όλες τις συνέπειες του ποινικού νόμου, όπως συμβαίνει στην περίπτωση της αμνηστίας.
* * *η / χάρις, -ιτος, ΝΜΑ, και λόγιος τ. χάρις, -ιτος, Ν1. θελκτική ιδιότητα, θέλγητρο, γοητεία2. (γενικά) ωραιότητα, λαμπρότητα3. παροχή υπηρεσίας, εξυπηρέτηση, ευεργεσία που γίνεται από εύνοια (α. «κάνε μου τη χάρη να έρθεις από το σπίτι» β. «εἰ δὲ τις μείζων χάρις, πάρεστιν οἰκεῖν καὶ μονορρύθμους δόμους», Αισχύλ.)4. ευγνωμοσύνη, ευχαριστία που οφείλει κανείς σε κάποιον για μια εξυπηρέτηση ή ευεργεσία που τού έκανε (α. «θα τού χρωστώ χάρη για όλη μου τη ζωή» β. «μέχρι δὲ τούτου θεοῖσι εἰδέναι χάριν», Ηρόδ.)5. εκκλ. η εκ μέρους τού Θεού εκδήλωση εύνοιας και ανιδιοτελούς αγάπης προς τον άνθρωπο για τη σωτηρία του (α. «μεγάλη η χάρη Του» β. «ἔπειθον αὐτοὺς προσμένειν τῇ χάριτι τοῦ Θεοῦ», ΚΔ)6. (στον πληθ. ως κύριο όν.) οι Χάριτεςμυθ. θεότητες στενά συνδεδεμένες με την ανθοφορία και την γονιμότητα τής φύσης, θεότητες που συμβόλιζαν κάθε πηγή χαράς και τέρψης και οι οποίες, κατά τον Ησίοδο, ήταν η Αγλαΐα, η Ευφροσύνη και η Θάλεια7. (η αιτ. εν. χάρη και χάριν με γεν. ως πρόθ.) προς όφελος, προς ευχαρίστηση, υπέρ (α. «χάρη τής πατρίδας» β. «χάριν Ἕκτορος», Ομ. Ιλ.)8. (η αιτ. εν. με γεν. ως πρόθ.) για, εξαιτίας (α. «χάριν αστεϊσμού τό είπα» β. «ἔπους σμικροῦ χάριν», Σοφ.)νεοελλ.1. προτέρημα, προσόν, αρετή («έχει κρυφές χάρες»)2. (με αρνητική σημ.) μεροληψία, ρουσφέτι («δεν τού αρέσει να κάνει χάρες»)3. (νομ.) πράξη τού ανώτατου άρχοντα τής χώρας με την οποία αίρεται, μετατρέπεται ή μετριάζεται αμετάκλητη ποινή που έχει επιβληθεί από δικαστήριο4. προθεσμία (α. «δάνειο με περίοδο χάριτος δώδεκα μηνών» β. «η περίοδος χάριτος που έδωσε η αντιπολίτευση στην κυβέρνηση έληξε»)5. (ειδικά) ναυτ. ολιγοήμερη προθεσμία που μπορεί να χορηγηθεί, υπό τον όρο τής αμοιβαιότητας, στα εχθρικά εμπορικά πλοία κατά την κήρυξη πολέμου ή κατά την έναρξη εχθροπραξιών, για να αποπλεύσουν σε οποιοδήποτε λιμάνι6. η ελάχιστη διαφορά διαστάσεων («άφησέ το μια χάρη μακρύτερο»)7. φρ. α) «χάρη σε...»i) με τη βοήθεια... («χάρη σε σένα σωθήκαμε»)ii) λόγω («χάρη στην ετοιμότητά του κατόρθωσε να διασωθεί»)β) «για χάρη σου» ή «προς χάριν σου» — για να σέ ευχαριστήσω, για το χατίρι σουγ) «κατά χάριν» — χαριστικάδ) «κάνε μου τη χάρη να...» — σέ παρακαλώ να...ε) «[για] κάνε μου τη χάρη!» — λέγεται ως απειλητική ή επιτιμητική έκφρασηστ) «παραδείγματος [ή λόγου] χάριν» ή «λογουχάρη» — για να αναφέρω ένα παράδειγμαζ) «έχε χάρη που...» — να χρωστάς ευγνωμοσύνη που...8. παροιμ. α) «η χάρη θέλει αντίχαρη» — δηλώνει ότι η ευεργεσία πρέπει να ανταποδίδεταιβ) «για χάρη τού βασιλικού ποτίζεται και η γλάστρα» — βλ. βασιλικόςμσν.μτφ. ονομασία κυπαρισσιού («διττὸν αἱ κυπάρισσοι ὄνομα ἔχουσι, χάριτες μὲν διὰ τὴν τέρψιν, κυπάρισσοι δὲ διὰ τὸ κύειν καὶ φύειν παρίσους τού τε κλάδους καὶ τοὺς καρπούς», Γεωπ.)αρχ.1. δόξα2. ευμένεια («τῶν Μεσσηνίων χάριτι πεισθείς», Θουκ.)3. η πράξη ή η ένδειξη εύνοιας4. (γενικά) καθετί το ευχάριστο και επιθυμητό σε κάποιον5. ευχαρίστηση, τέρψη, χαρά («οὐδεμίαν τῷ βίῳ χάριν ἔχω», Αριστοφ.)6. (ειδικά) ερωτική απόλαυση, ηδονή («χάριτες ἀφροδισίων ἐρώτων», Πίνδ.)7. ερωτικό φίλτρο8. (σχετικά με θεσμούς) σεβασμός, πίστη («βέβακε δ' ὅρκων χάρις», Ευρ.)9. (σχετικά με θεότητες) α) λατρείαβ) ευχαριστήρια προσφορά («τοῦ κατὰ χθονὸς Διὸς νεκρῶν σωτῆρος εὐκταίαν χάριν», Αισχύλ.)10. (για θεότητες) μεγαλοπρέπεια, μεγαλείο11. είδος μυρτιάς12. ως κύριο όν. ἡ Χάριςη σύζυγος τού Ηφαίστου13. (κατά τον Ησύχ.) «χάριςθῦμα ἐκ τριῶν ποπάνων συγκείμενον»14. φρ. α) «χάριν ἔχω τινί τίνος [ή πρός τινα]» — αισθάνομαι ευγνωμοσύνη προς κάποιον για κάτιβ) «χάριν κατατίθεμαί τινι» — ευεργετώ κάποιον αποκτώντας έτσι την ευγνωμοσύνη τουγ) «χάριν λαμβάνω [ή κτῶμαι ή ἀπέχω ή κομίζω]» — ανταμείβομαιδ) «χάρις [ἐστί] τινι ὅτι...» και «χάρις τινὶ ὑπέρ τινος» — οφείλεται ευγνωμοσύνη σε κάποιον γιατί...ε) «χάριν φέρω [ή τίθημι ή παρέχω ή πράττω]» — κάνω κάτι ευχάριστοστ) «χάριν δίδωμί τινι» — ενδίδω, υποχωρώζ) «χάριν ἀποστερῶ» — δεν ανταποδίδω την ευεργεσία που έλαβαη) «χάρις ἄχαρις» — εύνοια που δεν λαμβάνει ευγνωμοσύνη ή είναι ανάξια ευγνωμοσύνης.[ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. χάρις αποτελεί παρ. τού ρ. χαίρω, δηλαδή έχει σχηματιστεί από τη συνεσταλμένη βαθμίδα τής ΙΕ ρίζας *gher- (βλ. λ. χαίρω) με την αρχαϊκή κατάλ. -ις (πρβλ. ἄγυρ-ις από τη συνεσταλμένη βαθμίδα τού ρ. ἀγείρω) και θα μπορούσε να συνδεθεί με το αρχ. αρμ. jir «δώρο, χάρισμα, χάρη», το οποίο ανάγεται σε διαφορετική μεταπτωτική βαθμίδα (*ghēr-i-) τής ρίζας. Σύμφωνα με αυτά, θα πρέπει να γίνει δεκτή ως αρχική μια γενική σημ. «ευχαρίστηση, τέρψη, χαρά», από την οποία προήλθαν στη συνέχεια οι υπόλοιπες ειδικότερες σημ. τής λ. Όσον αφορά την οικογένεια τής λ., θα πρέπει να αναφερθεί ότι απαντούν τ. σχηματισμένοι από θ. σε -ι- (πρβλ. αιτ. εν. χάριν, χαρι-δότης), το οποίο είναι και το αρχικό, ενώ το θ. σε -τ- που εμφανίζει η λ. στις υπόλοιπες πτώσεις καθώς και σε παρ. και σύνθ. τ. (πρβλ. γεν. χάριτ-ος, χαριτ-όεις, χαριτο-δότης) αποτελεί υστερογενή επεκταμένη —με οδοντικό— μορφή τού θ. (πρβλ. ἔρις: αιτ. ἔριν: γεν. ἔριδος). Αξιοσημείωτη είναι επίσης και η χρήση τής αιτ. χάριν με επιρρμ. σημ. (πρβλ. δίκην, πάλιν*). Από τη λ. χάρις παράγεται μεγάλος αριθμός κύριων ονομάτων (πρβλ. την ονομ. Χάριτες τών θεοτήτων της ομορφιάς και τής χάρης και ποικίλα ανθρωπωνύμια: Χαρίας, Χαρίλαος, Ἀνδρόχαρις κ.ά.). Τέλος, η λ. απαντά ήδη στη Μυκηναϊκή, στα ανθρωπωνύμια Kariseu και Karisijo.ΠΑΡ. χαρίεις, χαρίζω, -ομαι, χαριτώ / -ώνωαρχ.χαριτήσιος, χαριτία, χαριτόεις, χάριτος, χαριτώσιοςαρχ.-μσν.χαρίσιοςμσν.χαριτώ (Ι).ΣΥΝΘ. (Α' συνθετικό) χαριτογλωσσώαρχ.χαριδότης, χαριδώτης, χαριεργός, χαριλαμπέτις, χαριτερπής, χαρίτερπνος, χαριτοδώτειρα, χαριτοποιώ, χαριτόπωλις, χαριτόφωνος, χαριτώπηςαρχ.-μσν.χαριτοβλέφαρος, χαριτώνυμοςμσν.χαριτόβλαστος, χαριτοτόκος, χαριτοκόσμητος, χαριτοπρόσωπος, χαριτόστεπτος, χαριτοφύτευτοςμσν.- νεοελλ.χαριτόβρυτοςνεοελλ.χαριτοβριθής, χαριτολόγημα, χαριτολογία, χαριτολόγος, χαριτολογώ, χαριτόμορφος, χαριτόπλαστος, χαριτοστόλιστος. (Β συνθετικό) αντίχαρις, άχαρις / αχάριτος, επίχαρις / επιχάριτος, εύχαρις / ευχάριτοςαρχ.αρτόχαρις, αυτόχαρις, θεόχαρις, λιμνόχαρις, υδρόχαρις].
Dictionary of Greek. 2013.